- σκυλόδοντο
- το клык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυλόδοντο — το, Ν 1. δόντι σκύλου 2. ανατ. κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δόντι] … Dictionary of Greek
σκυλόδοντο — το 1. δόντι σκύλου. 2. είδος δοντιού του ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)